- συρίγγια
- συρίγγιονlittle reedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συριγγιᾷ — συριγγιάω suffer from pres subj mp 2nd sg συριγγιάω suffer from pres ind mp 2nd sg (epic) συριγγιάω suffer from pres subj act 3rd sg συριγγιάω suffer from pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγίαν — συριγγίᾱν , συριγγίας used for making pipes masc acc sg (attic epic doric aeolic) συριγγίας used for making pipes masc acc sg συριγγίᾱν , συριγγιάω suffer from imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) συριγγίᾱν , συριγγιάω suffer from imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριγγίας — συριγγίᾱς , συριγγίας used for making pipes masc acc pl συριγγίᾱς , συριγγίας used for making pipes masc nom sg (attic epic doric aeolic) συριγγίᾱς , συριγγιάω suffer from imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CALAMUS Scriptorius — in usum venit, postquam literae, quae prius incidebantur, pingi coepêre. Tum enim scribendi instrumentum primo fuêre arundinei calami, postea vero avium pennae; transiitque vox a Graecis, quamvis calamum illi numquam sumpserint, ad Romanos,… … Hofmann J. Lexicon universale
αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… … Dictionary of Greek
Παβλόφ, Ιβάν Πέτροβιτς — (Ριαζάν 1849 – Μόσχα 1936). Ρώσος φυσιολόγος. Ήταν γιος παπά και σπούδασε στην ιερατική σχολή της γενέτειράς του. Επηρεάστηκε από τον επαναστατικό φιλελευθερισμό των Ρώσων διανοουμένων της εποχής του κατά της παραδοσιακής παιδείας και απέκτησε… … Dictionary of Greek
καυτηρίαση — Θεραπευτική μέθοδος, η οποία συνίσταται στην τοπική εφαρμογή υψηλής θερμοκρασίας ή καυστικής χημικής ουσίας, με σκοπό την καταστροφή ιστών, την επούλωση ή την αιμόσταση. Η κ. γίνεται με ειδικά όργανα, τους θερμοκαυστήρεςηλεκτροκαυστήρες, τα… … Dictionary of Greek
μαιευτική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την αναπαραγωγική λειτουργία της γυναίκας. Ειδικότερα, η μ. αποτελεί ένα μεγάλο τμήμα της γυναικολογίας, που αφιερώνεται στη φυσιολογία και στην παθολογία της εγκυμοσύνης, του τοκετού και των φαινομένων που… … Dictionary of Greek
οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek
οστεομυελίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονώδης εξεργασία, η οποία προσβάλλει όλους τους ιστούς που συγκροτούν το οστό, δηλαδή το κυρίως οστό και τον μυελό. Κύριο αίτιο είναι ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος, αλλά ο. μπορεί να προκληθεί και από άλλα μικρόβια, όπως ο στρεπτόκοκκος … Dictionary of Greek